- ὀκνηρεύω
- ὀκν-ηρεύω, trans.,A fill with reluctance, Al.Nu.32.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκνηρεύω — (Α ὀκνηρεύω) [οκνηρός] καθιστώ οκνηρό κάποιον … Dictionary of Greek